-
1 περι-ξυράω
περι-ξυράω u. ion. περιξυρέω, ringsherum scheeren, bescheeren; περιξυροῦντες τοὺς κροτάφους, Her. 3, 8; τῶν περιεξυρημένων τὸν πώγωνα, Luc. merc. cond. 33.
-
2 κατα-ξυράω
κατα-ξυράω, abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.
-
3 δηιόω
δηιόω, zsgzgn δῃόω, von δήιος, transit. = feindlich behandeln, bekämpfen, tödten, niederhauen, zerhauen, zerreißen, zermalmen, verwüsten, intransit. = kämpfen u. s. w. Homerische Formen: δηιόῳεν, Odyss. 4, 226; δηιόων, Iliad. 17, 566; δηιόωντες, Iliad. 11, 153; δηιόωντο passiv., Iliad. 13, 675; δῃῶν, Iliad. 17, 65, vgl. Scholl. Herodian.; δῄουν 3. pers., Iliad. 5, 452; δῃώσουσιν, Iliad. 12, 227; δῃώσειν, Iliad. 9, 243; δῃώσῃ, Iliad. 16, 650; δῃώσωσιν, Iliad. 4, 416; δῃώσας, Iliad. 8, 534; δῃώσαντε, Iliad. 22, 218; δῃώσαντες, Iliad. 16, 158; δῃωϑέντες. Odyss. 9, 66; δῃωϑέντων, Iliad. 4, 417. Oefters bei Homer transitiv, vom Waffenkampfe der Heroen in der Schlacht, Subject und Object Menschen, z. B. actioisch Iliad. 12, 227 πολλοὺς Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσιν. ἀμυνόμενοι περὶ νηῶν; passivisch Iliad. 13, 675 Ἕκτωρ οὐκ ἐπέπυστο, ὅττι ῥά οἱ νηῶν ἐπ' ἀριστερὰ δηιόωντο λαοὶ ὑπ' Ἀργείων; intransit. Ἕκτωρ πυρὸς ἔχει μένος, οὐδ' ἀπολήγει χαλκῷ δηιόων Iliad. 17, 566; ἔγχεϊ δηιόων περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος Iliad. 18, 195; Subject die Waffe Iliad. 14, 518 διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἄφυσσεν δῃώσας; Object die Schilde Iliad. 5, 452 ἀμφὶ εἰδώλῳ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήϑεσσι βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήιά τε πτερόεντα; von Thieren Iliad. 16, 158 λύκοι, οἵ τ' ἔλαφον κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν; Iliad. 17, 65 ein Löwe tödtet eine Kuh, ἔπειτα δέ ϑ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει δῃῶν. In der Stelle Iliad. 11, 153, πεζοὶ μὲν πεζοὺς ὄλεκον, ἱππῆες δ' ἱππῆας – ὑπὸ σφίσι δ' ὦρτο κονίη ἐκ πεδίου, τὴν ὦρσαν ἐρίγδουποι πόδες ἵππων – χαλκῷ δηιόωντες, hat man das χαλκῷ δηιόωντες auch auf die erzbeschlagenen, die Ebene zerstampfenden Füße der Pferde bezogen. – Nach Homer bes. = Länder verwüsten, z. B. τὰ παραϑαλάσσια Herodot. 5, 89; ἄστυ πυρί Soph. O. C. 1321; χώραν Ar. Lys. 1146; oft Thuc., Xen. u. Sp.; komisch, δεδῃωμένος ἀρτίως τὸν πώγωνα, dem erst vor kurzem der Bart abgenommen, Luc. D. Mort. 10, 11.
-
4 ἀπο-κείρω
ἀπο-κείρω, abscheeren, Haupt- u. Barthaar, bes. med., χαίτην ἀπεκείρατο Il. 23, 141; τὰς κεφαλὰς ἀποκείρασϑαι Her. 6, 21; τὰς κόμας Plat. Phaed. 89 b; τὸν πώγωνα Luc. Pisc. 46; γένειον Herodian. 5, 4, 12; ohne Zusatz, Is. 4, 7; οὐδεὶς ἀπεκείρατ' οὐδ' ἠλείψατο Ar. Nubb. 826; σκάφιον ἀποκεκαρμένη Th. 838, eine eigene Art, das Haar zu scheeren; vgl. Ach. 849; ἀπεκεκάρκει Luc. Tox. 51; ἀποκαρτέον Eupol. Poll. 2, 33; ἀποκαρέντα πρόβατα, geschorene Schafe, D. Sic. 1, 36; – zerschneiden, zerhauen, τένοντε, φλέβα, in tmesi, Il. 10, 456. 13, 546; vertilgen, δαίμων ἄνδρας Aesch. Pers. 885; ἄνϑος πόλεως Eur. Herc. F. 875; pass., ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, du bist des Kranzes beraubt, Hec. 910; vom Adler des Prometheus ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Luc. Prom. 2; berauben, Sp., vgl. Dion. Hal. 9, 23.
-
5 καθ-ίημι
καθ-ίημι (s. ἵημι), praes. κατίει Her. 5, 16, herablassen, herunterschicken, hinuntersenden; οἶνον λαυκανίης καϑέηκα, ich schickte den Wein die Kehle hinunter, Il. 24, 641; öfter in tmesi, καϑίετε ἵππους ἐν δίναις, versenkt die Rosse in den Fluthen, als Opfer für den Flußgott, 21, 132; τὸν δ' ἀντίτολμον δέ φαμι τὸν παρβάταν τὰ πολλὰ καϑήσειν Aesch. Eum. 525; σῶμα πύργων καϑιεῖσα, von den Thürmen hinunterstürzend, Eur. Tr. 1011; καϑῆκ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Hel. 1630; δι' ὀμφαλοῦ καϑῆκεν ἔγχος Phoen. 1422; ξύλον καϑῆκε παιδὸς ἐς κάρα Herc. Fur. 993; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν I. T. 333; τινὰ ἐς ὕπνον, in Schlaf versenken, Herc. Fur. 1005; εἰς ὤμους κόμας, die Haare auf die Schultern herabhangen lassen, Bacch. 694 I. T. 52; Ar. Th. 841; so auch πώγωνα, den Bart wachsen lassen, Eccl. 100, wie D. Hal. πώγωνα βαϑὺν καϑεικὼς καὶ κόμην 6, 26; im med., καϑειμένος βοστρύχους, mit lang herabwallenden Locken, Luc. D. D. 2, 2; vgl. Plut. Phoc. 10; τὸ γένειον αὐτῷ καϑεῖτο, er hatte einen langen Bart, Ael. V. H. 11, 10; τὴν κόμην μέχρι τῶν γλουτῶν καϑεῖτο D. Cass. 62, 2; – ἀγκύρας κατῆκαν, Anker auswerfen, Her. 7, 36; κατιεμένην καταπειρητηρίην, das ausgeworfene Senkblei, 2, 28; καϑῆκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, ließ sie herunterhangen, Plat. Phaed. 61 c; τὰ δόρατα, zum Angriffe den Speer senken, Xen. An. 6, 3, 25. 27; αἱ μέν τινες τῶν νεῶν καϑεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῠ πλοῦ Thuc. 2, 91, entweder die Ruder sinken lassen u. nicht rudern od. die Ruder in's Wasser stecken, um das Schiff aufzuhalten; τείχη καϑεῖναι, Mauern auf eine Strecke hin errichten, 5, 52, wie οὐ καϑεῖτο τὰ τείχη, die Mauern waren nicht über die ganze Strecke hin aufgeführt, 4, 103. – Zum Wettkampfe stellen, aussenden, ἅρματα ἑπτὰ καϑῆκα Thuc. 6, 16, ζεύγη Isocr. 16, 34; auch sc. ἑαυτόν, οἱ καϑιέντες ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc. Al. 6, εἰς ἀγῶνα καϑείκασιν Plut. Symp. 1, 2, 3, womit D. Hal. 5, 27 εἰς κίνδυνον ἑαυτὸν καϑιέναι zu vgl. u. ὅτε Σοφοκλῆς τὴν Ναυσικάαν καϑῆκε Ath. I, 20 f; Schol. Ar. Nubb. 552; τὴν πρώτην διδασκαλίαν Plut. Cim. 8. – Med. sich gegen Einen in Bewegung setzen, anrücken, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138; vgl. ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καϑιείς, gewaltig auf dich stürzend, Ar. Equ. 428, κατὰ τὴν ἀγορὰν καϑίεσαν λογοποιούς Dem. 24, 15, u., wo keine feindliche Nebenbedeutung ist, εἰς τὸ πεδίον οὐ καϑίει τὴν δύναμιν Pol. 3, 92, 7; καϑιέναι ἐνέδρας ἐπὶ τόπους εὐκαίρους, einen Hinterhalt in geeignete Oerter legen, 4, 63, 9; ἐπί τινα σκῶμμα, einen Witz loslassen gegen Einen, Luc. de merc. cond. 34. Anders γνώμας, die Stimmen abgeben, Ar. Eccl. 397, πρόφασιν Vesp. 174, Ausflüchte machen, πεῖραν, einen Versuch machen, Ael. V. H. 2, 12. – Die Stimme sinken lassen, τὸ καϑειμένον τῆς φωνῆς Hdn. 5, 2, 7. – Intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, Plat. δυνατὸν δ' ἐστὶν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι Phaed. 112 e; ἐς γόνυ, sich niederlassen, Plut. Ant. 45; ἐς Ῥόδον, dahin gelangen, Po lyaen. 5, 17, 2. S. auch die obigen Beisp. – Med. sich in Bewegung setzen, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138.
-
6 ἐπι-σπάω
ἐπι-σπάω (s. σπάω), herbeiziehen, zuziehen, dah. auch veranlassen, πλῆϑος πημάτων Aesch. Pers. 469; πέποιϑα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, mir diesen Ruhm zu erwerben, Soph. Ai. 756; eigtl., Μενέλαος αὐτὴν ἦγ' ἐπισπάσας κόμης, an den Haaren herbeischleppen, Eur. Hel. 116, wie Tr. 882; ἐπισπάσαντα τῶν ἀσκῶν δύο ἢ τρεῖς ποδεῶνας αὐτὸν λύειν Her. 2, 4; ἐπισπασϑέντος ὑπ' αὐτοῦ τῇ χειρί Thuc. 4, 130; ϑάλασσα ἐπισπωμένη βιαιότερον 3, 89 erkl. der Schol. ἐπελϑοῦσα μετὰ μεί. ζονος ὁρμῆς; – τὴν ϑύραν Xen. Hell. 6, 4, 36; auch τὴν ψυχήν, Plat. Crat. 420 a; τέϑνηκεν ἐπισπασϑέντος τοῦ βρόχου, nachdem die Schlinge zugezogen, Dem. 24, 139. – Med. an sich ziehen, εἰς τὴν αὑτοῦ βούλησιν ἕκαστον Plat. Legg. IX, 863 e; Xen. An. 4, 7, 14; oft Pol. u. Sp.; anlocken, ἐραστήν Luc.; sich verschaffen, κέρδος Her. 3, 72; ἔχϑραν, sich Feindschaft zuziehen, Pallad. (XI, 340); τύμβον Antiphil. 22 (IX, 86); πώγωνα, sich den Bart herabhängen lassen, Luc. Iup. trag. 16. – Auch τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησϑῆναι δακρύων τὰ ὄμματα, bewog ihn dazu, Xen. Cyr. 5, 5, 10; ἐπισπάσασϑαι αὐτοὺς ἡγεῖτο προϑυμήσεσϑαι, er meinte, sie würden bereit sein, sich dahin locken zu lassen, Thuc. 4, 9, vgl. 5, 111; pass., μὴ ἐπισπασϑῶσιν ἡμῖν πολεμῆσαι, dazu hingerissen werden, Dem. 5, 19.
-
7 ἐπισπάω
ἐπι-σπάω, herbeiziehen, zuziehen, dah. auch veranlassen; πέποιϑα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, mir diesen Ruhm zu erwerben; eigtl., Μενέλαος αὐτὴν ἦγ' ἐπισπάσας κόμης, an den Haaren herbeischleppen; τέϑνηκεν ἐπισπασϑέντος τοῦ βρόχου, nachdem die Schlinge zugezogen; an sich ziehen; anlocken; sich verschaffen; ἔχϑραν, sich Feindschaft zuziehen; πώγωνα, sich den Bart herabhängen lassen. Auch τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησϑῆναι δακρύων τὰ ὄμματα, bewog ihn dazu; ἐπισπάσασϑαι αὐτοὺς ἡγεῖτο προϑυμήσεσϑαι, er meinte, sie würden bereit sein, sich dahin locken zu lassen; pass., μὴ ἐπισπασϑῶσιν ἡμῖν πολεμῆσαι, dazu hingerissen werden
См. также в других словарях:
πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… … Dictionary of Greek
брада — БРАД|А (35), Ы с. 1.Нижняя часть лица, подбородок: възложи(т) наглавиѥ вьрхоу главы ѥго. и покрывъ до брады. ˫ако не видѣноу быти лицю. УСт XII/XIII, 273 об.; ѡполѣша власи на главѣ ми и на брадѣ. ПКП 1406, 161б. 2. Борода: не постригаите бра(д)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CUTIS — delicatulis olim sollicite curata, faciei inprimis. Hinc de Traiani delicatis Spartianus, saepe lini consuevisse, tradit; tum ad nitorem candoremque cutis conciliandum, tum ne cito barbati essent. Martialis vero de muliere, l. 10. Epigr. 68. v. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
MANUUM Gesticulatio ac Formatio ridicula — ad alios deridendos, indigitatur Tertulliâno de Pallio, c. 4. cum ait: Et acie figere, et manibus destinare et nutu tradere merito sit. Ubi tria haec iungit, Oculos, Manus, nutus. Sic Appuleius Metamorph. l. 3. Nec qui laverim qui terserim, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
καταξυρώ — καταξυρῶ, άω (Α) ξυρίζω εντελώς, ώς την επιδερμίδα («κατεξυρημένος τὸν πώγωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξυρῶ «ξυρίζω»] … Dictionary of Greek
μισοπώγων — μισοπώγων, ωνος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που μισεί τον πώγωνα, δηλαδή τους γενειοφόρους φιλοσόφους 2. ως κύριο όν. Μισοπώγων σκωπτικό έργο τού αυτοκράτορα Ιουλιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πώγων «γενειάδα»] … Dictionary of Greek
ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… … Dictionary of Greek
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
μύττακες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί Ἴωνες πώγωνα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα τού Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη τού στ σε ττ ] … Dictionary of Greek